Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Χωρισμός


Μου είπες τελος κι έφυγες
και μόνος έμεινα στο έρημο πια σπίτι.
Σκοτάδι γύρω μου βαρύ
κι σκέψη μου σ’αναζητά.
Ήσουν εσύ της νύχτας πέπλο
που με σκέπαζε
και ένιωθα το όνειρο
να χάνει την ψυχή του.
Τώρα τριγύρω μου παντού ερημιά
                                     κι η μοναξιά,
                       σιγή απέραντη που ουρλιάζει.
Ακούω την κραυγή της
και χάνω κάθε επαφή.
Χάνω τις αισθήσεις μου
και ένα τίποτα απλώνεται μπροστά μου.
Το απέραντο αυτό τίποτα
που ταλαντεύεσαι μέσα του αιώνια
σαν νά’ταν απαλή, ανάλαφρη, απρόσμενη
                                                                      μελωδία,
που σε κανει να κοιμάσαι.
Είναι η ίδια μελωδία
που σφύριζε άλλωτε ο Μορφέας
κάτω από το μεταξένιο γεμάτο άστρα
σεντόνι που τον εσκέπαζε η Νύχτα.
Ξέρω καλά ότι θα ξημερώσει
και η αυγή σαν λέων,
                                   που βρυχάται δυνατά
                   κι όλα τα ζώα τρέχουν να κρυφτούν,
θα έρθει για να διώξει μακριά
κάθε μου σκέψη λυπηρή
κάθε κακή μου ανάμνηση.
Και φως γεμάτος θα σου δείξω
πως η μορφή σου πια δεν με τρομάζει
και την ζωή μου συνεχίζω με χαμόγελο,
χωρίς εσένα δίπλα μου.

Νύχτα που έφυγες


Το φεύγω σου το ένιωσα απρόσμενο
και το σκοτάδι, άγριο θηρίο
ώρμησε στην καρδιά μου.

Έτσι άδειος, άοπλος κι αβοήθητος
είδα τη νύχτα απειλητικά
τα νύχια της να δείχνει.
Και μες στην αγωνία μου
                                         να μείνω όρθιος
                        ν’αντέξω  
έμαθα δύναμη να παίρνω
απ’τη δική σου απουσία.

Νύχτα που έφυγες
                                          ξέρω τώρα
πως δεν είσαι εδώ.
Τ’αστέρια πέφτουν στο κρεβάτι μου
συντροφιά να μου κρατήσουν
και το φεγγάρι με περισσή λαμπρότητα
το πιο γλυκό χαμόγελο
μου στέλνει στα βάθη της ψυχής μου
Στην αγκαλιά του ο άνεμος
με πήρε να  πετάξω
πάνω από τ’αγριολούλουδα
που άνθιζαν στο διάβα μου
και όμορφα τραγούδια μού’λεγαν
                                             γεμάτα αγάπη,
και μήνυμα χαράς κι ελπίδας,
γραμμένα με άρωμα ψυχής
πάνω σε φως από φεγγάρι.

Έτσι αιωρούμενος κοιμήθηκα
στον κάμπο με τα χρώματα
κι όνειρο είδα φοβερό
                    μα και γεμάτο αρώματα.
Ναι σ’ονειρεύτηκα κι εγώ.
Ασπάλαθος ήσουν κι άνθιζες
και παπαρούνα ματώμενη εγώ
να πλέκω πάνω στ’αγκάθια σου
το βέλο μου ανθισμένο.

Κλήρος ζωής


Στα γόνατα της Λάχεσης
πάλι θα κουρνιάσω απόψε.

Ποιος κλήρος πάλι
Θα μου τύχει το πρωί;

Ανάμεικτα τα συναισθήματα
καθώς πορεύομαι και ανακαλώ
τις όμορφες και άσχημες...
...θυμάμαι τότε που...
                      ...και όταν...

Και το νερό αυτό
                          τόσο στιφό και άνοστο
Μια πίκρα τόση
                                                          που σου ταράζει το μυαλό...

..............................................................................

Άνοιξα τα μάτια
και αντίκρυσα τον ήλιο
να φωτίζει το προσώπό μου.

Και είναι αυτό το πρώτο ξύπνημα
που όρεξη σου δίνει για ζωή
και νέος άνθρωπος
πορεύομαι στο δρόμο που εγώ χαράζω,
ξέροντας ότι στο τέλος θα κριθώ
για ό,τι έδωσα και ό,τι πήρα.

Μα πάνω απ’όλα θα κριθώ
Για το αν έδωσα στον κλήρο μου
                                                          ζωή
          αξιοπρεπή και μετρημένη.